24.6.10

Το Προχειρο Αντανακλαστικο (φλιπ φλοπ)




Χτες βγηκα να παρω παγωτο. Απο τοτε που εκοψα το καπνισμα δεν το εχω κανει ποτε να βγω απο το σπιτι, λιγο πριν κοιμηθω, για να παρω κατι απο το ψιλικατζιδικο. Αλλα δεν μου κολλουσε υπνος. Κι απο τοτε που εκοψα το καπνισμα ολο πειναω. Ολο λιγουρευομαι. Παλιοτερα, οταν το ειχε η Ελενη, το ψιλικατζιδικο εκλεινε πολυ πιο αργα το βραδυ. Τσακιζε εκεινη τα ουισκακια της και δεν της εκανε διαφορα αν ηταν μεσανυχτα ή μία ή δυο. Και το πρωι, απο τα χαραματα ανοιγε ο... Δεν θυμαμαι τωρα το ονομα του. Ενα περιεργο. Ο αντρας της τελοσπαντων.

Οι καινουριοι ιδιοκτητες, αντε να το κρατησουν κανα Σαββατο ανοιχτο μεχρι μετα τα μεσανυχτα. Δεν το ειχα σκεφτει αυτο και οταν ειδα τα ρολα κατεβασμενα ενιωσα μοναξια. Ολο μοναξια νιωθω κι ας μην εχει καμια σχεση η μοναξια με αυτο που μου συμβαινει. Ειναι το προχειρο αντανακλαστικο μου. Βρεχει; Μοναξια. Ξυπναω μες στη νυχτα; Μοναξια. Μαγειρευω μακαρονια με κιμα; Μοναξια. Ξενος. Ξενο τον ελεγαν τον αντρα της.

Σταθηκα λιγο κατω απο την σβησμενη πινακιδα Davidoff (η μαρκα μου). Ειχα βγει απο το σπιτι φορωντας πλαστικες σαγιοναρες, ενα μπλουζακι με νωπους λεκεδες απο οδοντοκρεμα και τα γυαλια της στραβομαρας - και στη μουρη μου ειχα ηδη απλωσει την αλοιφη για τα σπυρακια που με κανει και γυαλιζω μεσα στο σκοταδι. Δεν ημουν να κατεβαινω μεχρι το σταθμο ετσι. «Χεστηκα» ειπα απο μεσα μου και φλιπ-φλοπ αρχισα πρωτα να ανεβαινω τα σκαλια για το περιπτερο στον απο πανω δρομο, μηπως και. Αλλα εκλεινε εκεινη την ωρα. Το ψυγειο με τα παγωτα ηταν ηδη σκεπασμενο με την λαμαρινα. «Αν ειναι μεγαλη αναγκη να σου το ανοιξω» μου ειπε ο ανθρωπος. «Μα τι λετε, για ενα παγωτο τωρα; Ευχαριστω.» Δεν τον γλιτωνα τον σταθμο.

Οσο κατηφοριζα σκεφτομουν οτι ΤΩΡΑ θα ηθελα να γνωριζα το επομενο μεγαλο ερωτα. Ντυμενος σαν γυφτακι, γυαλια γεματα δαχτυλιες, εξω απο το σπιτι μου χωρις σπουδαιο λογο, χωρις το κινητο μου, με εικοσι ευρω στην τσεπη κι ενα μεγαλο δαχτυλο, στο δεξι ποδι, μεγαλυτερο κι απο το κεφαλι μου - κοκκινο και πρησμενο απο ενα νυχι που δεν σταματα να βουτα στο πετσι μου, οσο προσεχτικα κι αν το κοψω. «Να, τωρα...» σκεφτομουν «...τωρα θα πεσω πανω σου, γιατι δεν εχω συνηθισει να φορω τα γυαλια εξω και δεν βλέπω μπροστα μου κι εσυ θα τρως καλαμποκι και θα γινει πιο χαλια η μπλουζα μου και θα θελω να σου παρω αλλο καλαμποκι αλλα δε θα θες με τιποτα και δεν εγινε και τιποτα... τελοσπαντων και θα γερασουμε μαζι»

Την ωρα που πληρωνα τα παγωτα ο περιπτερας ειδε καποιον να απομακρυνεται κρατωντας δυο απληρωτες μπυρες. Ετρεξε εξω, τον ακολουθησε γαβγιζοντας κι ο σκυλος που κοιμοταν διπλα στα ψυγεια, γυρισε ολη η πλατεια και κοιτουσε το περιπτερο. Δηλαδη εμενα. Που εκτος απο ολα τα αλλα, τωρα κρατουσα και μια σακουλα γεματη παγωτα, δυο το πρωι. Σαν ανωμαλος θειος ημουν. Γυρισε το παιδι, μουρμουρισε «τι ειναι αυτοι ρε πουστη μου» μου 'δωσε τα δεκα και πενηντα μου και φλιπ-φλοπ εσυρα τις μωβ παντοφλες μου μεχρι το σπιτι. Απο τα στενα αυτην τη φορα· οχι απο τον πεζοδρομο.

Εβαλα και τα τεσσερα παγωτα στην καταψυξη. Τα εφαγα τωρα, για πρωινο.

1 σχόλιο:

non journalist* είπε...

Like! και εγω το εχω σκεφτεί. Αλλά τζίφος.. Γαμώ το! το κουκάκι δεν εχει πολυ κοσμο!