27.10.10

Το κινητο στο αθορυβο



















Οταν ημουν μικροτερος και γυρνουσα αργα στο σπιτι, στο δρομο εβαζα το κινητο μου στο αθορυβο κι εκανα πως μιλουσα, συνηθως στον πατερα μου και συνηθως εκανα οτι εκεινος ηταν αστυνομικος.


Αλλες φορες που δεν φοβομουν τοσο, αλλα ειχα απλως την αναγκη για λιγη συντροφια (που κι αυτη ενας παραμορφωμενος φοβος ηταν), επιννοουσα φιλους και τα λεγαμε κι αν τυχον εβλεπα ή ακουγα τριγυρω μου κατι παραξενο, ελεγα καθαρα «Ναι ρε συ κι ειμαι εντελως ταπι τωρα, δεν μου εμεινε δραχμη» για να μη με ληστεψουν.


Κι ας μην μου ειχε συμβει ποτε κατι κακο. Ουτε και σε καποιον γνωστο μου ειχε συμβει κατι κακο. Ουτε οι γονεις μου με ειχαν ποτε τρομαξει με ιστοριες για τσιγγανους που βαζουν παιδακια μεσα σε κλουβες και τα παιρνουν μακρια. Ουτε και στις ειδησεις τοτε κινδυνολογουσαν τοσο πολυ και ζουσα και σε μια σχετικα χαλαρη πολη, σε ενα ξενερωτο νησι και ηδη απο τοτε πιστευα οτι δεν πρεπει να αντιμετωπιζουμε ολους τους ανθρωπους σαν πιθανους εγκληματιες αλλα σαν πιθανους φιλους. Παρ' ολα αυτα εγω εβαζα το κινητο μου στο αθορυβο κι εκανα οτι μιλουσα με αγαπημενους.




__________________
Ξημερωματα Κυριακης, λιγα μετρα πριν φτασω σπιτι
μου την πεσανε κατι τυποι στην εισοδο μια πολυκατοικιας
την ωρα που τραβουσα κατι με την καμερα.


Ημουν λιγο μεθυσμενος και γι αυτο ημουν ψυχραιμος
παρα τον σουγια που ακουμπουσε ελαχιστα τον λαιμο μου.




Δυο τετραγωνα πιο πριν ειχα βαλει τα κλαματα
βλεποντας τους αστεγους στο παρκο του Θησειου
που ειχαν ξυπνησει απο το αποτομο και πολυ εντονο κρυο.


Μια απο αυτους, με ειχε δει να βιντεοσκοπω επιμονα το χορταρι
και τυλιγμενη στην λεοπαρδαλε κουβερτα της με ειχε απειλησει,
αλλα πιο πολυ ηταν σαν να μονολογουσε, οτι θα φωναζε την αστυνομια.


Σκεφτομουν ποσο πολυ δεν ηθελα να βρεθω καποτε 
στην θεση της. Σκεφτομουν σαν να προσευχομουν.
Και σκεφτομουν οτι μπορει εκεινη να ηταν στη θεση μου 
ενα χρονο πριν.


Και νωριτερα ειχα περασει απο το παζαρι των ρακοσυλλεκτων
που ακομη εστρωναν το εμπορευμα τους.


Μεσα στο σκοταδι του συννεφιασμενου ξημερωματος
και στη θολουρα της υγρασιας,
οι περαστικοι φωτιζαν με φακους τα χιλιαδες μικροαντικειμενα
και πολλα τρικυκλα με τσιγγανες στην καροτσα
κατεβαιναν αργα-αργα τον πεζοδρομο
κι ετσι οπως ημουν ακομη ζαλισμενος
κι ετσι οπως τους κοιταζα ολους μεσα απο το μονιτορ
της φωτογραφικης, εμοιαζαν εξωγηινοι.


Και σκεφτομουν τι παραξενα πραγματα που ειναι η ζωη και οι ανθρωποι


___________________________
Ο ενας ακουμπησε τον σουγια στο λαιμο μου.
Ο αλλος μου πηρε την μηχανη απο τα χερια.
(Δεν ξερω αν προλαβα να πατησω το κουμπι
για να σταματησει η εγγραφη)
Ο τριτος μου ζητησε το σακιδιο μου,
του το εδωσα το εψαξε μου το επεστρεψε.
Ο τεταρτος -που μπορει να ηταν κι εκεινος με τον σουγια και να μην υπηρχε τεταρτος-
εβαλε το χερι του στην μπροστινη μου τσεπη και επιασε το κινητο μου,
υστερα στην κωλοτσεπη και εβγαλε το πορτοφολι μου, το εδωσε στον τριτο, τον τεταρτο
τον εκατοστο -δε θυμαμαι. Εκεινος εβγαλε τα χρηματα και μου το εδωσε πισω.


Ολα εγιναν χωρις αποτομες κινησεις.
Και σχεδον χωρις να μιλησει ποτέ κανεις μας.


Εφυγαν κι εμεινα ακινητος
______________
και μ'αγκαλιαζε η τσαντα μου


που δεν αφηνω κανεναν να μ'αγκαλιαζει
αλλα τι να 'κανα.

























3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

na alakseis geitonia.kairos den einai?

ιμερος είπε...

e ma kai esi na gyrizeis mons sto spiti ?

αντρεας ντουσκας είπε...

κινητο vs ακινητο