31.1.11

ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΔΙΣΚΟΣ






αρχισες να μυξοκλαις μεσα στο μπαρ, απροειδοποιητα και χωρις λογο και τα δακρυα σου ηταν στυφα σαν το κρασι αλλα εντελως αγευστα. Εκλαιγες και χορευες κι εγω χορευα και σου εγλειφα τη μουρη. Το δερμα γυρω απο τα ματια σου δεν αντιδρουσε. Δεν ανατριχιαζε. Ανοιγες τα χειλη σου λιγο, αντανακλαστικα, αλλα νομιζα οτι σου ερχοταν να ξερασεις και σε εφερα σπιτι.


____________
Ο εμετος σου σηκωθηκε σαν ιπταμενος δισκος απο το πατωμα του μπανιου νωρις το πρωι κι εφυγε κανοντας ενα θορυβο που δεν θα περιμενες απο καποιον ιπταμενο δισκο αλλα ουτε κι απο καποιον ιπταμενο εμετο. Εμενα μου φανηκε σαν να ακουγα ενα εκατομμυριο γυμνα παιδακια με πουδραρισμενους κωλους να κανουν ταυτοχρονα τσουληθρα καπου πολυ μακρια.  


____________
Απο το φοβο μη χτυπησει το θυροτηλεφωνο κανενας απο αυτους με τα φυλλαδια και ξυπνησεις, δεν κοιμηθηκα. Καποια στιγμη κουνηθηκες λιγο και μουγκρισες. «Κρατα το στομα σου κλειστο» σου ειπα. «Οταν μιλαμε μας φευγει η νυστα.»


______________


Τιποτα δεν εχω δει να τρεχει πιο γρηγορα απο εκεινα τα πρωτα λεπτα οταν ξυπνησες το απογευμα. Με κοιταξες, το δερμα γυρω απο τα ματια σου ειχε ζωντανεψει ξανα. Κι ειχες μια τεραστια ρυτιδα στο μαγουλο σαν να ειχε μεταφερθει η δικη μου γραμμη της ζωης, απο την παλαμη μου, στο προσωπο σου. 








1 σχόλιο:

Obsidian είπε...

άρχισε ξαφνικά να βρέχει. Το πρόσωπό σου θόλωσε. Δεν σάλευες. Ακίνητος κι ανέκφραστος, αδιαφορούσες για τις σταγόνες της βροχής που αποζητούσαν την αντίδρασή σου. Το βλέμμα σου καρφώθηκε στα χείλη μου. "Είσαι καλά; Είσαι καλά;". Δεν αποκρίθηκες, σαν να μην καταλάβαινες λέξη. Με ένα τρεμόπαισμα έσβησε η λάμπα του δρόμου που έχασκε από πάνω μας. Με άρπαξες από το χέρι και με έσυρες μέχρι το σπίτι σου.

"Ξάπλωσε", μου είπες απότομα. "Θα ρθω σε λίγο" και πήγες στο μπάνιο. Άνοιξες τη βρύση τέρμα κι άρχισες να τρίβεις με τα χέρια σου το πάτωμα. Ήρθα μέχρι την πόρτα του μπάνιου. "Τι κάνεις; Με τρομάζεις." σου είπα και συ γέλαγες, όχι φωναχτά, σαν από μέσα σου όπως κάνουν τα μικρά παιδιά. Με κοίταξες και είδες ότι είχα τρομοκρατηθεί. Σηκώθηκες με πλησίασες και μου χάιδεψες τα μαλλιά. "Έλα να κοιμηθούμε τώρα...Ξημέρωσε..."

Ξαπλώσαμε αντικρυστά. Κοίταζες με περιέργεια το πρόσωπό μου, σαν να έψαχνες για κάτι. Είδες τα βλέφαρά μου να βαραίνουν και μου είπες "κοιμήσου, εγώ είμαι εδώ". Έπιασα το χέρι σου και έβαλα το κεφάλι μου πάνω στην παλάμη σου. Μετά χάθηκα. Κοιμήθηκα πολύ βαριά και είδα ένα όνειρο. Νομίζω ξέρεις τι όνειρο είδα...

Ξύπνησα αργά το απόγευμα. Άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια μου και σ' είδα να με κοιτάζεις, σταθερά, χωρίς περιέργεια πια, σαν να βρήκες αυτό που έψαχνες. Σε άφησα να πάρεις πίσω το χέρι σου. Το μάγουλό μου έκαιγε. Χαμογέλασες και παραδόθηκες στη νύχτα που σκέπαζε τον ουρανό.