6.2.12

Η ομορφη μολυνση







Μεγαλα αυτια κρεμονται απ' τα υποστεγα
Και μεγαλα στοματα.


Στο δρομο πουλανε ροπαλα
και μεγαλα στοματα.
Στο δρομο πουλανε αληθινα ροπαλα
για το καρναβαλι.


Σφηνωναμε τα κερματα που μας περισσευαν
 στα βλεφαρα μας
και βγηκαμε καποτε μια φωτογραφια.


Απο τοτε δεν σταματησε να βρεχει.
Μεχρι σημερα.


Η ομορφη μολυνση μας τυφλωσε.
Καποιους μας εκανε και επαναστατες για λιγο.


Δεν ξερω ομως γιατι στριμωχτηκαμε ετσι
στο παγκακι της στασης.


Ουτε αν γνωριζομαστε ξερω.


Θα 'ρθει ενα λεωφορειο
Θα ανοιξει τις πορτες
δεν θα μπει κανεις
δεν θα βγει κανεις
Θα φυγει.


Και τοτε θα σηκωθουμε,
με τους κωλους πιασμενους,
σιγουροι πως απο κατω μας 
υπαρχει η πολη οπως ηταν


για να σκαψουμε.


Ομως, με ροπαλα 
και με μεγαλα στοματα
και με μεγαλα αυτια
τι να σκαψουμε;


---


Θυμαμαι το σπιτι μου
με καθε λεπτομερεια
γιατι ηταν ενα αδειο σπιτι.


Στεκομουν στην πορτα
κρατωντας ενα μαξιλαρι
και μια μερα εφαγα το μαξιλαρι.
Και μια μερα εφαγα το σπιτι μου.


Θυμαμαι τους γονεις μου.
Καλοι ανθρωποι.


















1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ειλικρινά μαραζώνω. Τόσα χρόνια περνούσα από ίδιους δρόμους. Τόσες μέρες πατούσα στα βήματα σου και εσύ στα δικά μου. Ίδια στάση, ίδιες κινήσεις. Η ίδια επιθυμία, ο ίδιος πόνος. Τα ίδια όνειρα. Είναι άραγε έτσι ή τα ερμηνεύω όντας ανυπεράσπιστος στον έρωτα σου; Να βλέπουμε τον ίδιο ήλιο, την ίδια βροχή να νιώθουμε στις γυμνές μας σάρκες το ίδιο κρύο, την ίδια ζέστη… είναι έτσι; Γιατί αν είναι έτσι πες μου τι να με παρηγορήσει τώρα πια που η αυτοκτονία μοιάζει σενάριο μη συμβατό στην εποχή του; Πες μου εσύ που δάμασες τα άγρια χείλη περαστικών προσπαθώντας στην ουσία να βρεις τα δικά μου. Είναι έτσι; ειλικρινά μαραζώνω γιατί όντας κάποτε πιστός ζούσα με την απόρθητη ελπίδα. Κι όμως η ελπίδα ήταν απλώς η άρνηση της αλήθειας πως ήσουν δίπλα μου, δίπλα στα βήματα μου, δίπλα μου κι η ανάσα σου… πως ήλπισα όντας ρομαντικός και ονειροπαρμένος;