10.9.12

Ησυχη ζωη








Δεν μπορουσα να κοιμηθω στο σπιτι και πηγα στο παρκο, που ειναι σκοτεινο και ζεστο, σαν υπνος. Τα κλαδια των δεντρων ετριζαν, σαν χαλασμενα, και το φωτισμενο καστρο εμοιαζε με διαστημοπλοιο.

Σ' ενα παγκακι καθοντουσαν ο Μπιλης και η Σαντυ κι ετρωγαν πιτσα. Ο Μπιλης ειναι απο τις παλιες παρασημοφορημενες αδερφες του νησιου. Τον αναγνωριζω καθε φορα, ακομη και στο βαθυ σκοταδι. Πρωτα μυριζω τον αναμμενο μπαφο του και υστερα βλεπω την μακροστενη σιλουετα του να πλησιαζει. Οταν ημουν μικρος, με φροντιζε. Μου εδειχνε τις καλυτερες γωνιες για να μην με ενοχλει κανεις, με προειδοποιουσε οταν επρεπε να αποφυγω καποιον και ελεγε παντα υπερβολικες ιστοριες, που δεν ειχα ποτέ λογο να αμφισβητησω. Οι περισσοτερες ειχαν το ιδιο προλογο: «Τοτε που ηταν ζουγκλα εδω μεσα, οχι τωρα που τα κλαδεψανε ολα και το γυρισαμε στο ποσπέρι με τα γυφτακια...» 

Την Σαντυ την γνωρισα αποψε. 
Κοριτσι απο τα δεκαοκτω της. Ειχε αρραβωνιαστει καποιον στην Αθηνα που την κερατωσε μετα απο εννεα χρονια δεσμου, τον παρατησε, και τωρα στα τριαντα επτα της, ζει μια ησυχη ζωη στην επαρχια. Ησυχη ζωη. Γεματη ιστοριες φυσικα.

Βγαινανε απ' τα λεωφορεια καμιά κατοστη σολντά. Οι μισοι εμπαιναν εδω μεσα. Ειχαμε και πολλα στρατοπεδα τοτε βλεπεις. Δεν εβγαινα απο το σπιτι χωρις τη μπεπανθολ. Ειχα και τον δικο μου στολο. Βεβαια. Καθομουν εδω καλη ωρα και μαζευοντουσαν τα τσόλια γυρω γυρω. Ακομη δεν ειχα κανει την αλλαγη, ομως ειχα κοκκινο καρε μαλλι, φορουσα τα κολλητα μου... Καταλαβαινεις! Σκλαβους τους ειχα, αλλά με κοιτουσαν στα ματια. 
Μια φορα μπηκε μια τελειωμενη αλκοολικια και μου ειπε «Πώς εισαι ετσι μωρη;» επειδη φορουσα ενα εφαρμοστο δαντελωτο σιθρού. Εκανα νοημα στα τσόλια μου. Την σαπισαν στο ξυλο. 
Επεφτε πολυ ξυλο εδω, ετσι ηταν τα πραγματα. Οταν ερχοταν καμιά καινουρια, επρεπε να φαει πρωτα ξυλο για να την δεχτουμε. Της λεγαμε «Φερε μου τσιγαρα, φερε μου καφε» κι αμα δεν ηθελε, τις ετρωγε. Αλλά ετσι ηταν το συστημα του ζαρντέν. Υπηρχε αγαπη. Και επιπεδο.

Τους ειπα οτι θα περασω εδω τον χειμωνα, για πρωτη φορα μετα απο δεκα χρονια.

Μην ανησυχεις ομορφια μου. Για να βγαλεις τον χειμωνα στην επαρχια, εναν καλο πουτσο χρειαζεσαι. Θα βρεις καποιον να γαμιεστε πού και πού... Αντε να πηγαινετε και για καμια μπυρα, μια στο τοσο. Αλλά οχι ερωτες. Μην μπλεχτεις με τετοια. Ποσο εισαι;

εικοσι εφτα

Μεγαλος εισαι. Και σ' ειχα για πιπινακι. Εχεις ερωτευτει ομορφια μου;

ναι 

Ωραια. Φτανει τωρα. Ασε τα συναισθηματα για την πρωτευουσα. Η επαρχια θελει σκετο γαμησι. Αλλά το σκετο γαμησι θελει μυαλο.

Να σου αφησουμε λιγη πιτσα; Μονο για πιτσα ειναι πια εδω μεσα, αλλά μην ανησυχεις. Μολις χειμωνιασει, ολοι επιστρεφουν. Τωρα βρισκουν στις παραλιες αυτο που ψαχνουν, αλλά σαν το ζαρντέν δεν εχει. Μυριζει και καλυτερα εδω το χειμωνα.

Μα τον χειμωνα βρεχει. 

Αγαπη μου τη βροχη την στελνει ο Θεος για να ξεπλυθουν οι αμαρτιες μας, ειπε ο Μπιλης και τοτε η Σαντυ γελασε δυνατα.

Τι λες μωρη; Αμα την βροχη την εστελνε ο Θεος για να ξεπλυθουν οι αμαρτιες μας, εγω θα ειχα ολη την ωρα ενα συννεφο απο πανω μου. Σαν καπελο. Μην τον ακους ομορφια μου. Καλη ειναι και η βροχη. Ολα καλα ειναι. Εκτος απο τον ερωτα.


Μολις εφυγαν, ενιωσα το σκοταδι οπως το ειχα νιωσει πριν απο χρονια, τοτε που εμπαινα στο παρκο για πρωτη φορα κι ετρεμα μεχρι να συνηθισουν τα ματια μου και τα αυτια μου, μεχρι να συνειδητοποιησω οτι ημουν αυτο που καποτε φοβομουν στα σκοτεινα παρκα. 

Κοιταξα το φωτισμενο καστρο που εμοιαζε με διαστημοπλοιο. Ενας κυριος περασε απο μπροστα μου. Χελό, μου ειπε. Του χαμογελασα και βγηκα στον δρομο. 

Περασα απεναντι χωρις να κοιταξω.











Δεν υπάρχουν σχόλια: