10.2.17

Η τσίκνα




Eιχα μια κυστη, ψηλα στο ποδι, στον μηρο, διπλα στο πουλι μου.

Την ειχα πάρα πολλα χρονια, μια τριχα ειχε γυρισει προς τα μεσα, πιθανοτατα την πρωτη φορα που ξυρισα το πουλι μου και την περιοχη γυρω απο αυτο, για αυτο λεω πάρα πολλα χρονια, δηλαδη απο την εφηβεια μου ισως, γιατι απο τοτε εχω να ξυρισω το πουλι μου, με εξαιρεση μια δυο τρεις πεντε φορες που το εκανα ξανα, μεγαλυτερος, απο βαρεμαρα, οπως κανω και με τα μαλλια μου, που τα ξυριζω ή τα μακραινω λιγο οταν εχω βαρεθει να βλεπω το ιδιο ακριβως προσωπο στον καθρεφτη, ετσι ξυριζω το πουλι μου οταν εχω βαρεθει να το βλεπω.

Αυτη η κυστη με τα χρονια και σιγουρα απο την προσπαθεια μου να την ανοιξω τις πρωτες μερες της δημιουργιας της, ειχε σκληρυνει, εμοιαζε να ειχε μεσα της, οχι λιγο πυον και μια τριχα που μεγαλωνε μονη της κρυφα απο τις αλλες, αλλά ενα δοντι, ετσι το ελεγα, το Δοντι.

Λιγοι ηταν εκεινοι που δεν ρωτουσαν «Τι ειναι αυτο» οταν το εβλεπαν. Και παντα ελεγα «Το εχω χρονια δεν ειναι τιποτα». Δεν ηταν αηδιαστικο στην οψη, μόνο αν το ψηλαφιζες, αλλά δεν θυμαμαι να το ειχε ψηλαφισει ποτέ κανεις εκτος απο εμενα. Κατα τα άλλα εμοιαζε απλως με μια μικροσκοπικη σφαιρα ελαφρως βυθισμενη στο δερμα μου και σκεπασμενη απο αλλο, πολυ μαλακο δερμα.

Την ειχα συνηθισει την κυστη και μόνο οταν εβλεπα το κεφαλι καποιου πολυ κοντα σε αυτην θυμομουν την υπαρξη της και εναν δερματολογο που μου ειχε πει παλια οτι χρειαζοταν νυστερι, δεν ηταν απλη δουλεια και οτι και να την αφαιρουσα, παλι θα εμενε καποιο σημαδι.

Κι ετσι, και αφου κανεις ποτέ δεν αηδιασε φανερα στην οψη της, την αφηνα εκει, μια μονιμη ατελεια, οπως τα παραξενα μικρα δαχτυλα των ποδιων μου, το στενο σε σχεση με τον λαιμο μου κεφαλι μου, το μικροτερο απο το δεξι, αριστερο ματι μου κι αλλες πολλες ατελειες, σιγουρα.

Την περασμενη εβδομαδα ειχα ραντεβου σε εναν αφροδισιολογο, για να ελεγξει το πουλι μου για κονδυλωματα, μετα απο ενα σχολιο που ειχε κανει καποιος την ωρα που με τσιμπουκωνε, οτι ειχε δει κατι που θα επρεπε ισως να κοιταξω.

Ο γιατρος ειπε οτι δεν ηταν κατι τετοιο αλλά αν ηθελα μπορουσε να το αφαιρεσει για αισθητικους λογους και φυσικα του ειπα «Ενταξει», δεν μπορουσα να λυπηθω τα ογδοντα ευρω που θα κοστιζε η διαδικασια, δεν ηθελα να εχω στο μελλον την ιδια παρεξηγηση.

Κι ετσι οπως ημουν ξαπλωμενος στην διαστημικη ιατρικη σεζ-λονγκ, με ενα φως να πεφτει ακριβως πανω στο πουλι μου και τον γιατρο να το πιανει και να μουρμουραει χωρις να καταλαβαινω τι λεει αλλά φανταζομουν οτι ελεγε «Αυτο ειναι ελια... Αυτο εδω ειναι που θα βγαλουμε... Εχεις τελειο πουλι, να το γλειψω λιγο; Αυτο ειναι μελανωμα, θα πεθανεις απο μελανωμα στο αρχιδι» παρατηρησα ξαφνικα το Δοντι που βρισκοταν λιγο πιο εκει και ειπα στον γιατρο να το κοιταξει.

Αρχισε να το πασπατευει. Ενθουσιαστηκε. Μου εκανε μια αναισθητικη ενεση τοπικα, επιασε το μηχανηματακι του, εκαψε το πολυ μαλακο δερμα και με μια λεπτη τσιμπιδα επιασε και τραβηξε απο μεσα το Δοντι. Το εβλεπα για πρωτη φορα, ημουν συγκινημενος, περιμενα να το καθαρισει, να το τυλιξει σε μια κουβερτουλα και να το φερει στην αγκαλια μου.

Δεν ηταν ετοιμο να βγει. Την ωρα λοιπον που ο γιατρος εκαιγε εκστασιασμενος και με επιμονή την ριζα του για να το αφαιρεσει για παντα απο την φωλια του, σκεφτηκα πόσα ειχαμε περασει μαζι, το Δοντι κι εγω, πόσο συμβολιζε βασικα πραγματα της προσωπικοτητας μου, την τεμπελια και την ασυδοσια, πώς με συνεδεε με μια εποχη που δεν θυμαμαι, μια στιγμη που δεν θυμαμαι, ποσες πιπες ειχα κανει, ποσες μου ειχαν κανει και τελικα δεν ειχα ποτέ μου κονδυλωματα ενω θα μπορουσα να ειχα βγαλει μεχρι και στα αυτια κι οταν με ρωτησε αν ηθελα να το κρατησω, ημουν ετοιμος να πω «Ναι», θα το εβαζα στο πορτοφολι μου μαζι με ενα σπασμενο, κανονικο δοντι που εχω και την φωτογραφια της Μαλού τοτε που ηταν κουταβι και που ολο λεω να την βγαλω απο το πορτοφολι γιατι αν το χασω με την φωτογραφια μεσα, θα κλαιω για παντα.

Το Δοντι απο κοντα δεν εμοιαζε καθολου με δοντι τελικα, αλλά με μια σκληρη λευκη μασημενη τσιχλα, σαν αυτες που αφηνουμε πανω στο πακετο των τσιγαρων γιατι εχουμε σκοπο να τις μασησουμε παλι αργοτερα, αλλά αυτες στο μεταξυ πετρωνουν και τοτε τις πεταμε. Ομως αυτο αν το κρατουσα δεν θα το πετουσα ποτέ. Και γι' αυτο ειπα του γιατρου «Οχι, πεταχτε το».

Στην θεση του Δοντιου τωρα πια υπηρχε μια μεγαλη τρυπα. Την καλυψε με μια τεραστια ποσοτητα αντιβιοτικης κρεμας και επιασε παλι το μηχανημα για να καψει το σκατουλακι που ειχα στο πουλι μου, αυτο για το οποιο βρισκομουν εκει. Το ιατρειο μυριζε σαν να ειχε παρει φωτια μια κοτσιδα. Εκεινη τη στιγμη καταλαβα τον λογο υπαρξης της ηλεκτρικης σκουπας που ειχε ακουμπησει διπλα μου η βοηθος νωριτερα, για τις αναθυμιασεις ηταν και οχι για να μου ρουφηξει τα αρχιδια στο πλαισιο καποιας ολιστικης μεθοδου.

Παρ'ολα αυτα δεν την χρησιμοποιησαμε την σκουπα, υποθετω η τσικνα του πουτσου μου δεν ηταν αρκετα εντονη για τα εμπειρα ρουθουνια του γιατρου, αναρωτηθηκα σε ποιες περιπτωσεις ηταν απαραιτητη η σκουπα, φανταστηκα αρχιδια και κωλους καλυμμενα απο κονδυλωματα και αιμορροΐδες, τον γιατρο να τα καιει με μανια και την βοηθο να κραταει στον αερα τον σωληνα της ηλεκτρικης και να ρουφαει τις αναθυμιασεις, ποιος ομως ανθρωπος θα αφηνε τα συμπτωματα να φτασουν σε αυτο το σημειο, ποιος ανθρωπος ξυπναει ενα πρωι με μια κουραδιτσα πανω στο πουλι του και λεει «Δεν ειναι τιποτα» και αυτη η κουραδιτσα γινεται δυο, τρεις, πεντε κουραδιτσες και εκεινος λεει «Δεν ειναι τιποτα» και οι κουραδιτσες απλωνονται κι αλλο κι αλλο...

Εγω αν μια μερα δω κατι επανω μου, ή αισθανθω κατι μεσα μου καινουριο, που δεν υπηρχε μεχρι εκεινη τη στιγμη, τρεχω κατευθειαν στον γιατρο γιατι δεν χρειαζεται κατι να ειναι σοβαρο για να ειναι κατι, δηλαδη, γιατι απο σημερα να εχω αυτο το σπυρι στον κροταφο για ολη μου τη ζωη, αφου ολη μου τη ζωη δεν το ειχα.

Με εξαιρεση το Δοντι.

Το Δοντι δεν ξερω πώς προλαβα να το συνηθισω και δεν το ειχα ενοχλησει τοσα χρονια. Ημουν πολυ μικρος. Ουτε κι εκεινο με ειχε ενοχλησει ποτέ, δεν μου ρουφουσε το αιμα, δεν μεταδιδοταν, δεν εξαπλωνοταν, δεν καρδιοχτυπουσε, δεν σαπιζε και ο μόνος λογος που το ξεφορτωθηκα ηταν γιατι το ειδα, τυχαια, ετσι οπως καθομουν κι αφου καποιος κρατουσε ενα μηχανημα που θα μπορουσε να το εξολοθρευσει, ειπα «Γιατι οχι» και δεν μπορω να σκεφτω μια συνθηκη στην οποια δεν θα ελεγα «Γιατι οχι», μεχρι και το φεγγαρι, αν εκει που το αγαπουσα και εκει που το χαζευα, με ρωτουσε καποιος αν θα ηθελα να το πυροβολησει και να πεθανει, θα ελεγα «Γιατι οχι» αδιαφορωντας για ολες τις συνεπειες περαν αυτης της αιωνιας μοναξιας μαλλον επειδη γι' αυτην ακριβως ειναι που θα ελεγα «Γιατι οχι».

Το ιδιο βραδυ, την ωρα που απλωνα την αντιβιοτικη κρεμα στην τρυπα καθισμενος στον καναπε μου, μου ηρθε μηνυμα απο καποια ιστοσελιδα αστρονομιας, οτι την ερχομενη Παρασκευη θα ειχαμε πανσεληνο, θα γινοταν ολικη εκλειψη Σεληνης και ταυτοχρονα ενας κομητης θα ηταν ορατος με γυμνο ματι. Γελασα με την εκφραση «γυμνο ματι». Φανταστηκα τα ματια μου γυμνα σε μια παραλια, νυχτα, κατακαλοκαιρο, ξαπλωμενα στις πετσετες τους, δυο τεραστια ματια με δυο μικρα χερια το καθενα και δυο ποδια, και με μικρα ζεστα πουτσακια να κοιτανε τον σκοτεινο ουρανο και να μετρουν μετεωριτες ευτυχισμενα.






Δεν υπάρχουν σχόλια: