28.9.10

η μποχα / ωτοματικ




εμενα στη ζωη μου κανεις δεν εκανε κατι για να με εντυπωσιασει. επεφταν πεντε ψωροσταγονες βροχη οποτε ενιωθα τα βραδια λιγο σα μαλακισμενο και περναγαν μαζικα οι μερες σε γκρουπακια και περναγαν τα χρονια πολλες φορες απο μπροστα μου τα ιδια αλλα παντα πιο λιγα απο των αλλονων κι ειχα μια σιγουρια οτι θα πεθανω νωρις. γιατι απο νωρις μου φαινοταν απαραδεκτο το οτι θα γερνουσα μια μερα. και γι αυτο μια μερα σταματησα τα ονειρα. μεσα στην τεμπελια και τη βαρεμαρα ευχομουν χιλιαδες πραγματα να συμβουν, να σταματησει ο πολεμος, να σταματησει να βρωμαει ο απο κατω, να συνελθω. αλλα ουτε ενα ονειρο. ουτε στον υπνο μου ουτε πουθενα ουτε κανενα ειδος. πηρα εικοσι κιλα τα δεκα στο μυαλο. σε πονοκεφαλο. με ενα κεφαλι δεκα κιλα πιο βαρυ, κοντυνα 3 ποντους. κρεμασαν τα βυζια μου κι εγιναν μυτερα σαν οκταχρονου κοριτσιου. μια φορα το μηνα κατι βρωμαγε μεσα στο ψυγειο. το αδειαζα απο τα λιγοστα πραγματα που ειχε κι αυτο βρωμουσε. του βαζα ξυδια, χλωρινες, χαμηλωνα τη θερμοκρασια και μου παγωναν οι μαρμελαδες κι οι μουσταρδες κι ακομη μυριζε σαν χαλασμενο κρεας ψοφιου μωρου. κι ενα πρωι απλα δεν βρωμουσε πια. δεν ειναι οτι το συνηθιζα. απλα δεν μυριζε. απο τοτε που εκοψα το τσιγαρο μυριζω τα παντα. μυριζω την κλανια μου πριν κλασω. μυριζω τα ψαρια της λαϊκης και τα λουλουδια στο τερμα του δρομου που τα 'χει βαλει ο μαλακας ο ανθοπωλης διπλα στο πεζοδρομιο κι εχει φαει δυο θεσεις παρκινγκ και δεκα φορες την ημερα σφαζεται με οποιον θελει να παρκαρει και ουρλιαζουν και να γιατι δεν ανοιγω το παραθυρο να παρω αερα. ισογειο ειναι. σιγα και τον αερα που θα 'παιρνα. μονο η ζεστη τρυπωνει σε αυτο το μουνοσπιτο. ολο το χρονο ζεστη. λες και ερχεται απο κατω απο τη γη, απο την κολαση, ειναι ωρες που καιει ο διαδρομος και δεν μπορω να πατησω.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πως μυριζει - αραγε - το χαλασμενο κρεας ενος ψοφιου μωρου?
Θα μπορουσες να αφιερωσεις ενα ποστ απλα περιγραφωντας το - ειμαι σιγουρος - ανωνυμος , ο.

Ανώνυμος είπε...

πάρε και κάτι δικό μου:

Ερωτεύομαι αγόρια που σερβίρουν καφέ σε σταθμούς τρένων, αγόρια που πουλάνε κέικ σοκολάτας σε γωνιακές τσαγιερί, τυχαία δάχτυλα που συναντιούνται καθώς ένα άδειο πιατάκι αλλάζει χέρια και πρόσωπα με λαμπερά μάτια ανταλλάζουν χαμόγελα. Ερωτεύομαι αγόρια που φτιάχνουν σάντουιτς σε πολύκοσμους πεζοδρόμους μεγάλων πόλεων, το ζαμπόν του πόθου συναντά φέτες τυριού κομμένες με σύνεση και εγκράτεια. Οι χαμένες ευκαιρίες αποκτούν γεύση και άρωμα, -επιθυμία να γλύψω μία μύτη και να δαγκώσω ένα αυτί- αναδεύονται προσεκτικά με ημικατεργασμένη ζάχαρη, τυλίγονται σε μικρού μεγέθους χαρτοπετσέτες και αναχωρούν πριν την τελευταία ανακοίνωση από τα μεγάφωνα.

Κρύβομαι σε τυπωμένες σελίδες και φωτεινά ανοίγματα-καλέσματα προς τις θεότητες των λιβαδιών, των αγελάδων και των ενατενίσεων του μέλλοντος. Οι εικόνες περιγραφικές καλύπτουν τις επιφάνειες της σκέψης, χαράζουν, ξύνουν, άλλοτε θέλουνε να βγουν κι άλλοτε να κατοικήσουν αυτό το σύμπλεγμα παγόβουνων και ερήμων νήσων, που τόσο πετυχημένα κρύβουν τα ευγενικά χαρακτηριστικά με το βλέμμα που κοιτάζει αλλά δεν βλέπει και το αίμα που βράζει μα που δεν καίει. Μονάχο αγκαλιάζει τις αισθήσεις το βάρος ιδεών αλλόκοτα σημαντικών, πρίγκιπες του απείρου που μη χωρώντας σε αυτό το σώμα, του βάζουν φωτιά κάνοντας στάχτη το παρελθόν και φυτεύοντας σε σχισμές τους σπόρους για νέες πληγές και ανοίγοντας τα περάσματα για νέες ελπίδες.

Για λίγο δεν υπάρχουν πτώματα, δεν υπάρχουν συνειδήσεις, μόνο μουδιασμένοι λεκέδες σε πολύπειρα καθίσματα και ο ακατανόητος ήχος άχρωμων φωνών που συζητούν με τις φωνές μου. Τα απρόσωπα μηνύματα μετακομίζουν στα ρετιρέ άδειων από ουσία χεριών, κάποιος έχεσε στη σοφίτα, τα χάπια στο μπάνιο ληγμένα και τρεις σταγόνες αίμα διδάσκουν αριθμητική στον πάγκο της κουζίνας. Αλλά ας μην απογοητευόμαστε, το φάντασμά μου μπορεί ακόμη ανενόχλητο να περνάει μέσα από τις πόρτες και η γάτα έφαγε όλο της το φαγητό. Το μυστικό για την αναπαραγωγή του δέντρου της ζωής προσμένει ανυπόμονα τον ιππότη που θα το ανακαλύψει και θα το πάρει να ζήσουν μαζί μια δύσκολη ζωή χτισμένη από αγάπη και στοργή. Στη διαδικασία θα εμπλακεί και ένα σκαθάρι που στον αγώνα του να θρέψει την οικογένειά του θα καταστρέψει μια για πάντα την ελπίδα να βρεθούν απαντήσεις μέσα από όνειρα, ζωδιακούς κύκλους, ενέργειες και τις κινήσεις του ήλιου, πατώντας κατά λάθος το σωστό κουμπί.

α.