30.7.12

το υψος των ματιων








το απογευμα κατεβηκα μεχρι την Παραλια. Καθολου δεν ειχα ορεξη να βγω απο το σπιτι, αλλα ειχα την αναγκη του νερου. Ενα τραγουδι δρομος ειναι αλλωστε. Ενα τραγουδι, τρεις φορες. 


Δεν μου αρεσει να βλεπω αυτα τα δεντρα και πολλες φορες κοιταζω πισω μου οταν περναω απο διπλα τους, σαν κατι να με κυνηγα. Ενας παραξενος κοφτερος αερας ή καποιος μεγαλος τσιμεντενιος τροχος.  


Ψυχη. Κανενας. Περιεργο για Κυριακη. Την τελευταια Κυριακη του Ιουλη αφησαν μονη της ολοκληρη ακτη. Θα περασε ενα κυμα, μπορει να τους πηγε Απεναντι. Δεν φαινοταν το Απεναντι σημερα. 

Αρχισα να βγαζω τα ρουχα μου μολις πατησα το δρομακι. Κανονικα θα υπηρχαν κι αλλοι πολλοι ανθρωποι αλλα και το Κανονικα καποιο κυμα θα το πηρε. 


Περπατουσα κι εχωνα στο σακιδιο μου ο,τι εβγαζα απο πανω μου. Τη ζωνη, το σορτς, τη φανελα, τα γυαλια, το σλιπακι. Τα παπουτσια μου φαινονταν τεραστια κι αστεια, ετσι που'χα μεινει γυμνος μ'ενα σακιδιο στην πλατη, αλλα τα χρειαζομουν για να κατεβω τον μεγαλο βραχο που καθε φορα μοιαζει και με κατι καινουριο, λες κι ειναι συννεφο. 


Τωρα τα δεντρα ηταν πισω μου κι ετσι επρεπε να κοιταζω μπροστα.


Τωρα μπροστα μου ηταν η θαλασσα. 


Ενας ανθρωπος εκανε εμετο. Απο το στομα του εβγαινε αιμα ή καποιο κοκκινο ποτο. Δεν υπηρχε απελπισια στο βλεμμα του, ουτε ντροπη οταν με πηρε ειδηση. Δεν ειχα καμια περιεργια να μαθω τι του ειχε συμβει κυριως επειδη δεν ειχα την παραμικρη αισθηση οτι χρειαζοταν βοηθεια. Ξερνουσε βουβα και το ιδιο βουβα τον προσπερασα. 


Εβγαλα τα παπουτσια, το σακιδιο γλιστρυσε απο την πλατη μου και μπηκα στο νερο μισος. Μεχρι τον αφαλο. Και σταθηκα ετσι. Κατουρησα μια-δυο φορες. 


Ο ηλιος ηταν στο υψος των ματιων μου και το στηθος μου ακομη στεγνο, οταν βγηκα.







2 σχόλια:

παντα καποιος μενει πισω να υποδυθει τη σκηνη είπε...

Οταν βγηκες...

κατωχρος και χωρις παλμο φορουσε στην κυρτη του πλατη το σακιδιο σου και στα στραβα του ποδια τα παπουτσια σου.

Τον κοιταζες βουβα, χωρις καμια αντιδραση, να φευγει απο την παραλια σκαρφαλωνοντας το βραχο.

Μετα νυχτωσε ξαφνικα, σαν ξεφυσημα ανακουφισης. Ηξερες πως ηταν η σειρα σου να μαθεις να ξερνας το κοκκινο που 'χες κρυμμενο στα σωθικα σου, χωρις απελπισια στο βλεμμα, χωρις ντροπη στα ματια, μια οψη που αποδεδειγμένα γνώριζες.

Δεν θα 'ναι τιποτα αλλο παρα μια διαδικασια αφαιρεσης κανοντας σκληρη προετοιμασια με μονο θεατη τη θαλασσα που θα βρισκεται παντα μπροστα σου σαν αμφιθεατρικο διαζωμα. Ελπιζοντας ματαια, τουλαχιστον στην αρχη, για λιγη τυχη ή μπολικη αλαζονεια, τον αντικαταστατη σου, πριν σκεβρωσει το κορμι σου απο την αλμυρα και το μοχθο.

Κι αν κατι σου θυμησε η ιστορια γρηγορα επρεπε να την ξεχασεις, μπαίνοντας πιο πειστικα και με φορα στον ρολο για τον οποιο περηφανευοσουν πως ησουν γεννημενος.

ιακωβος είπε...

με κουρασαν τα επιφυτα αυτα κειμενα