16.8.13

δεκαπενταυγουστος

Μεσημερι.


Ξαπλωνουμε στις πετσετες μας. 

Ειμαστε απογοητευμενοι. Επρεπε βεβαια να το περιμεναμε, οτι οι περισσοτεροι απο τους θαμωνες μιας επαρχιακης gay παραλιας, θα περνουσαν τον Δεκαπενταυγουστο καπου αλλού, με τις οικογενειες τους. Τις γυναικες τους και τα παιδια τους. 


Μαζευω μικροσκοπικα κοχυλια και τα χωνω στην τσαντα μου. 

Παντα το κανω αυτο. Και τα αφηνω εκει. Τι θα τα κανω τοσα κοχυλακια; 

Ισως ειναι μια συνηθεια που εχει περισσεψει απο τα παιδικα μου χρονια, τοτε που οργωναμε την παραλια με μια φιλη και τα μαζευαμε με μανία. Ειναι αντανακλαστικο λοιπον, δεν μπορω να εχω τοσα κοχυλια κατω απο τη μυτη μου και να μην τα αρπαζω. 


Ιδρωνω ματαια και ελεγχω καθε λιγο αν εχει μαυρισει επιτελους ο κωλος μου. Συνειδητοποιω πως δεν υπαρχει τιποτα που να μπορεις να φτιαξεις με κοχυλια, που να μην ειναι κακογουστο. Τουλαχιστον εγω δεν εχω δει ποτέ μου κατι ομορφο, φτιαγμενο απο κοχυλια. Και μου φαινεται παραξενο γιατι, απο μονα τους, ειναι τοσο ομορφα. 


Κοιτω τριγυρω. Δυο-τρεις τουριστες, μεγαλοι σε ηλικια, με κρεμασμενα ροζ αρχιδια και φουσκωτες κοιλιτσες, τσαλαβουτουν ησυχοι στα ρηχα. Και πιο πανω, στους κεδρους, η ενοχλητικη παρεα Ελληνων, οι σχολιαστες. Ερχονται εδω πρωτοι, για να προλαβουν την σκια και για να μην χασουν ευκαιρια. Δεν καταλαβαινω τους ανθρωπους που μιλουν στην παραλια. Καθε φορα σερνω με το ζορι τον φιλο μου εδω και δεν του λεω κουβεντα μεχρι να φυγουμε. 


Εχω αρχισει να απολαμβανω λιγο την απουσια πειρασμων και την ηρεμια. Ο ηλιος καιει πολυ μα ο ζεστος ξαφνικος αερας μας στεγνωνει. 


Προσπαθουμε να καταλαβουμε αν ειναι αγορια ή κοριτσια αυτα που πλησιαζουν. 

Φορουν και τα δυο ροζ μαγιω. Το ενα εχει λευκόξανθες μπουκλες, το αλλο ενα κατακοκκινο τσουλουφι, σαν λοφίο. Περπατουν με στυλ πανω στην αμμο, μπαινουν στο νερο και φωτογραφιζονται. 

Ειναι δυο ασχημουλικα πλάσματα. Το ξανθο ειναι παχουλο και απο μακρια μου φαινεται λιγο σπυριαρικο. Το άλλο φωναζει «Αντζελα!». Αυτο ειναι πολυ ψηλο, πολυ αδυνατο, με πολυ μεγαλη μυτη. «Αντζελα, εδω εχει ψαρακια!»

Ενας κυριος μεσα στο νερο κρατιεται επιδεικτικα για να μην γελασει. Κι εγω θελω να γελασω. Οχι χλευαστικα, αλλά επειδη μου φτιαχνουν την διαθεση. Κρατιεμαι ομως, για να μην προσβληθουν. Αν και προφανως διψουν, τουλαχιστον για τα βλεμματα. 


Στην παρεα πισω στους κεδρους, πλησιαζουν την εκσταση απο το κραξιμο, καθως τα δυο πλάσματα με τα λαμπερα φουξια μαγιω, φευγουν παλι, για την αλλη πλευρα της παραλιας. Ηρθαν μονο για μια μικρη εμφανιση, να δηλωσουν την παρουσια τους, να μας κανουν χαρουμενους και να συνεχισουν την αποστολή τους καπου αλλου. 


--------------------- 


Βραδυ. 


Καθομαστε στο μπαρ. 

Πινουμε τα νοθευμενα ποτα μας και προσπαθουμε να καταλαβουμε αν ειναι αγορια ή κοριτσια αυτα που μολις μπηκαν. 

Ειναι τα δυο πλάσματα της παραλιας. Αυτην τη φορα με καυτα μαυρα σορτσακια, ψηλα τακουνια και περουκες, μαυρη το ψηλόλιγνο και ξανθια το στρουμπουλο.

Το στρουμπουλό πλάσμα, δεν ειναι πολυ ομορφο. Παρ'ολα αυτα λαμπει εκατο φορες περισσοτερο απο οσο ελαμπε κατω απο τον ηλιο το φωσφοριζέ μαγιω που φορουσε το μεσημερι. 

Το κοκκαλιαρικο με το κοκκινο λοφιο, τώρα έχει μαλλια μεχρι τους ωμους και τεραστιο χαμογελο. Δεν φωτογραφιζονται, δεν ποζαρουν, δεν τσιριζουν, δεν κανουν πασαρελα. Απλώς καθονται στο μπαρ και παραγγελνουν ποτό. 


Κι ετσι οπως βλεπω το ανωριμο, ασχημουλικο πλάσμα που το μεσημερι ζητιάνευε με αγαρμπο τροπο λιγη προσοχη, να κερδιζει αποψε αυτην την προσοχη σχεδον αβίαστα, με ενα τιναγμα των μαλλιων, με το βλεμμα, με το γελιο, νιωθω μια σπανια συμπαθεια για τα δυο μοναδικα κοριτσια μεσα στο gay μπαρ. 

Η συμπεριφορα τους νωριτερα στην παραλια, αν και λίγο κακοφωνη, ηταν απλως θεατρο. Μια ακροτητα, χωρις ιχνος ψευτιας. Ενω τωρα στο μπαρ, δεν δινουν καποια παρασταση, κι ας ειναι βαμμενες παραπάνω από υπερβολικα. 

Σκεφτομαι πως ισως κι εγω να ειμαι κατι αλλο κι απλως να μην το εχω παρει χαμπαρι, κοιμισμενος σε ενα σωμα που μου ισως να μου δοθηκε κατα λαθος και απλως δεν με εχει ενοχλησει ως τωρα. 

Αναρωτιεμαι μηπως ειμαι κοριτσι, μηπως ειμαι λιονταρι, μηπως ειμαι αχινος ή κοχυλι. 


Παραγγελνω τριτο ποτο. 

Αρχιζω να φανταζομαι τον εαυτο μου ντυμενο κοχυλι, να απαιτω απο τους φιλους μου, τους γονεις μου, να μου συμπεριφερονται σαν να ειμαι κοχυλι. 

Να με φωναζουν Κοχυλι κι οχι Ιακωβο. 

Να ξαπλωνω στην παραλια δίπλα στα άλλα κοχυλια και γυμνοι αντρες να με κοροϊδευουν και καποιον Δεκαπενταυγουστο μετα απο χρονια, που θα εχω πια γινει κοχυλι αληθινο, με επεμβασεις ή με τροπο μαγικο, να με βρισκει ενα αγορι, να με αρπαζει και να με βαζει στην τσαντα του. 

Και να με αγγιζει τυχαια, καθε φορα που ψαχνει τον αναπτηρα του.











Δεν υπάρχουν σχόλια: