10.3.16

αορατα ξυλινα τρενα








Και τι με νοιαζει που καποτε καποιος κοιμηθηκε σε εκεινο το κρεβατι, τι το κρατουσα τοσα χρονια σε κομματια, κατω απο το δικο μου.
Το βραδυ εβγαλα εξω μερικες απο τις σανιδες, τις αραδιασα διπλα στον καδο, εμοιαζαν με σιδηροδρομο για αορατα ξυλινα τρενα.
Το στρωμα ηταν βαρυ, για αυτο και το ονομασα απαραιτητο. Ομως δεν μου ηταν. 
Μπορουσα απλως να φυλαξω το σεντονι κι ας ειχε χασει το χρωμα του και καθε μυρωδια.
Πηρα το ψαλιδι κι εκοψα μια λωριδα, να την εχω για μπαλωμα αν καποτε τρυπησει η φωνη μου· θα την φυλαξω στο κουτι με τις κορδελες που δεν εχω χρειαστει ποτέ, οι περισσοτερες ειναι απο μπομπονιερες κι οχι απο δωρα που μου εχουν χαρισει. 
Και το πρωι ξυπνησα νωρις και βγηκα στο μπαλκονι μπας και περασει ο παλιατζης. Ο παλιατζης της γειτονιας μου, φωναζει με την φωνη του, σαν λαχειοπωλης, χωρις κασσετα και ντουντουκα. Ηξερα λοιπον οτι δεν ηταν αυτος οταν ακουσα ενα μεγαφωνο να πλησιαζει. Εκανα νοημα και το κοκκινο αγροτικο με την καταλληλα διαμορφωμενη καροτσα σταματησε μπροστα στην πολυκατοικια. 

-Εχω ενα κρεβατι
-Εχεις σκυλια;

Απο αυτην την ερωτηση και μονο θα μπορουσα να ειχα καταλαβει οτι δεν επρεπε να μπουν αυτοι οι δυο τυποι μεσα στο σπιτι μου. 

«Λειπουν μονο μερικες σανιδες, χαθηκαν» ειπα κι εκεινοι χωρις καθολου να ασχοληθουν με τα μερη του κρεβατιου που τους εδειχνα, μου ζητησαν εικοσι ευρω, για την χωματερη κι οταν αρνηθηκα αρχισαν να επιμενουν και να με κοιτουν απειλητικα, δηλαδη χωρις την παραμικρη προσμονη και αυτο εμένα μου φαινεται απειλητικο, οι ανθρωποι που δεν εχουν προσμονη με τρομαζουν κι οταν αρνηθηκα πολυ αποφασιστικα μου ζητησαν δεκα ευρω κι οταν αρνηθηκα καγχαζοντας φιλικα για να τιθασευσω τον πανικο ο οποιος ευτυχως δεν ειχε ακομη φτασει στα ματια μου, ηταν καπου αναμεσα στα δαχτυλα των ποδιων, μου ζητησαν παπουτσια, σκεφτηκα ειναι μονο εννεα το πρωι, δεν προκειται να με πειραξουν και τους ανοιξα την πορτα να φυγουν, ο ενας πηγε να πιασει τις σανιδες, του ειπα τι κανεις εκει, πώς θα το δωσω χωρις σανιδες, ευχηθηκα να ειχα σκυλο, να ειχα δεκα σκυλια και να τους κατασπαραζαν μπροστα μου αθορυβα, να τους εξαφανιζαν, ακομα και τα κοκκαλα, να εγλειφαν ολο το αιμα απο το πατωμα κι υστερα να βγαιναμε βολτα στον λοφο που ειχε ωραια μερα και να τους εδινα το χαπι που προκαλει εμετο κι οσο θα ξερνουσαν εγω θα κοιτουσα την θέα ζηλευοντας καποιες ταρατσες. Κλειδωσα την πορτα πισω τους και εριξα μια προχειρη ματια γυρω μου. Ο σταυρός ηταν στη θεση του, η κλεψυδρα ηταν στη θεση της, εγω ημουν στη θεση μου. Ενιωσα το σπιτι μου να με κοιταζει αποδοκιμαστικα. 

Βγηκα στο μπαλκονι, ηταν η ωρα που καθε πρωι ο ηλιος περναει για μερικα δευτερολεπτα απο την κοιλια μου και μετα χανεται πισω απο μια πολυκατοικια μεχρι το μεσημερι.








Δεν υπάρχουν σχόλια: